- σύναυλος
- (I)και αττ. τ. ξύναυλος, -ον, Α1. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία με τον αυλό2. (κατ' επέκτ.) αρμονικός3. αυτός που γίνεται σύμφωνα με κάποιον άλλο («ἀλλ' ἴτω ξύναυλος βοὰ χαρᾷ», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -αυλος (< αὐλός), πρβλ. πάρ-αυλος].————————(II)και αττ. τ. ξύναυλος, -ον, Α1. αυτός που επισκέπτεται συχνά, που συχνάζει σε κάποιον τόπο («χώροις μάλιστα πρός τισι ξύναυλος ὤν», Σοφ.)2. (ποιητ. φρ.) «θείᾳ μανίᾳ ξύναυλος»μτφ. προσβεβλημένος από παραφροσύνη (Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -αυλος (< αὐλή), πρβλ. ἔν-αυλος].
Dictionary of Greek. 2013.